πώς κάπου μάτια ψιχαλίζουνε,
όταν σφυρίζουνε και φεύγουνε τα τραίνα.
Ανύποπτος σαν τό ποτάμι
στο δρόμο της ζωής του οδοιπορούσε.
στο δρόμο της ζωής του οδοιπορούσε.
Τα βράδυα μέσ' στον κουρασμένο ύπνο του
μισοκρυμμένος
έτρωγε το πικρό ψωμί του
και γεύονταν κουταλιά την κουταλιά
των ήμερων του τήν πικρία,
τήν ώρα πού έξω ενα φεγγάρι
με λαμπογυάλι ακάθαρτο στα ουράνια χασμουριόταν.
ούρανου
και τρώγαν ψίχουλο, τό ψίχουλο τη λιγοστή χαρά του,
και τρώγαν ψίχουλο, τό ψίχουλο τη λιγοστή χαρά του,
κι ακόμα, άν και τά οχτώ παιδιά του αποκρίθηκαν
στου αγγέλου σου τό κάλεσμα,
στου αγγέλου σου τό κάλεσμα,
δεν γύρισε ποτέ νά σέ ρωτήση...
Τώρα αυτού πάνω μήν του πείς
πώς ξημέρωνε και πέρα άπ' τό στυφό χωριό του,
νά μήν του πείς πώς κάπου οι θάλασσες αφρίζανε,
-καράβια έρχόντανε, καράβια φεύγανε
μέ νότο μέ βοριά-
-καράβια έρχόντανε, καράβια φεύγανε
μέ νότο μέ βοριά-
πώς κάπου μάτια ψιχαλίζανε,
όταν σφυρίζανε και φεύγανε τά τραίνα...
όταν σφυρίζανε και φεύγανε τά τραίνα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου